Πίσω, κοπρίτες!
>> Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011
Δημοσιεύτηκε στους «Σχολιαστές χωρίς σύνορα»
Από το ημερολόγιο του δεκαπεντάχρονου Θεόδωρου Π.
1η Ιανουαρίου 1952: Είμαι έξαλλος! Τη νύχτα έκανα για πρώτη φορά πρωτοχρονιά με συνομηλίκους μου, χωρίς την παρουσία γονέων, στο σπίτι ενός αχώνευτου γείτονα (γιου του τοπικού ζαχαροπλάστη, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, επισκέφθηκε κάποτε τον παππού μου, για να του ζητήσει ρουσφέτι) που του ήρθε η φαεινή ιδέα να καλέσει κι εμένα, παρ’ όλο που δεν χάνει ευκαιρία να μου δείχνει πόσο αντιπαθής του είμαι. Πήγα, από περιέργεια και μόνο, να δω πώς διασκεδάζουν οι ανύπαρκτοι. Μέχρι τις έντεκα δεν αντιμετώπισα σοβαρό πρόβλημα, αν και βαριόμουνα αφάνταστα τις κουβέντες αυτών των μικροαστών ηλιθίων. (Είναι, όντως, απορίας άξιον το πώς οι ανεγκέφαλοι αναγνωρίζουν με τη μια ο ένας τον άλλο, και ομαδοποιούνται αστραπιαία σε βλακώδεις ομάδες, τις οποίες έχουν το θράσος να αποκαλούν «παρέες φίλων»).
Ένα τέταρτο πριν την πρωτοχρονιά ένας από δαύτους, ο Χρήστος, κατάφερε να μου σμπαραλιάσει τα νεύρα. Ο λεχρίτης με κατηγόρησε ότι είχα ορμήσει με βουλημία στα φαγητά και άφηνα ελάχιστα για τους υπόλοιπους. Τον άρπαξα αμέσως από το λαιμό, αλλά οι άλλοι έτρεξαν αμέσως και μας χώρισαν. Όλοι, εκτός από τον Μιλτιάδη, γιό εξέχοντος ταξιάρχου, πήραν το μέρος του υβριστή μου και με κατηγόρησαν για εγωιστή και μοναχοφάη. «Βουλώστε το άβουλα πρόβατα, τους είπα, όλοι μαζί τα φάγαμε! Δεν φταίω εγώ αν εσείς τσιμπάτε σαν πουλάκια κι εγώ τρώω σαν αληθινός άνδρας!»
Ο οικοδεσπότης προσπάθησε να μαζέψει τα πράγματα για να μη χαλάσει η βραδιά, αλλά, φυσικά, απέτυχε παταγωδώς: ήμουν αποφασισμένος να τιμωρήσω παραδειγματικώς τους εχθρούς μου. Μόλις άλλαξε ο χρόνος και άρχισαν να φιλιούνται και να εύχονται μεταξύ τους σαν ντιντήδες, πέταξα την άκοπη ακόμα βασιλόπιτα στη μούρη του Χρήστου, και του φώναξα: «φάε, λιμασμένε πεινάλα, για να μην κλαίγεσαι πως σου πήρα τη μπουκιά από το στόμα. Κι εσείς, ρετάλια, αρπάξτε κανα κομμάτι από το πάτωμα, όπως έκαναν οι πρόγονοί σας, οι δούλοι»! Κατόπιν εκτόξευσα μια ροχάλα στο τραπέζι και αποχώρησα, ενώ οι υπόλοιποι με κοιτούσαν ηλίθια, με ανοιχτό το στόμα. Πήρα ταξί και πήγα αμέσως στη βίλα του παππού, όπου ήταν μαζεμένη η αφρόκρεμα του στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας της χώρας. Εκεί έκανα την πρωτοχρονιά που μου αρμόζει, ανάμεσα σε ανθρώπους με πυγμή και αποφασιστικότητα, μακριά από τα σιχαμερά, άβουλα ανθρωπάκια, που έχουν κατακλύσει κάθε τετραγωνικό μέτρο της επικράτειας αυτής τη χώρας.
Κοιμήθηκα στις έξι το πρωί και ξύπνησα στις πέντε το απόγευμα. Μισή ώρα αργότερα με πήρε τηλέφωνο η Ελένη, μου ευχήθηκε καλή χρονιά και μου ζήτησε να χωρίσουμε. Την ρώτησα για τους λόγους που την οδήγησαν σε αυτή της την απόφαση και μου είπε πως ενημερώθηκε για τη συμπεριφορά μου το προηγούμενο βράδι, μια συμπεριφορά που την έκανε να αισθανθεί πως το ποτήρι, πλέον, έχει ξεχειλίσει. Επιπροσθέτως δήλωσε πως οι τρόποι μου απέναντί της είναι συνεχώς υποτιμητικοί και υβριστικοί και ότι αυτό δεν μπορεί να το ανεχθεί πλέον. «Να πας στο διάολο κι ακόμη παραπέρα, σκύλα!», της είπα. «Τιμή σου έκανα που βρέθηκα ένα μήνα μαζί με μια κωλομπατίρω που δεν έχει βρακί να φορέσει, κόρη του κοπρίτη του ταχυδρόμου». Έκλεισε αμέσως το τηλέφωνο, κι εμένα με πήραν τα κλάματα. Μάλλον της έβαλαν λόγια, οι αλήτες, δεν είναι δυνατό μια Ελενίτσα του συρμού να απορρίψει ένα αγόρι σαν εμένα.
Συνωμοτούν ακατάπαυστα εναντίον μου, οι κομπλεξικοί. Από τότε που εκείνο το βρωμερό σκυλολόι, οι αδαείς και αγράμματοι, έκαναν την επανάσταση του ’21, ο πάσα εις, ανώνυμος και ανύπαρκτος, υπονομεύει τους αριστείς και τους άξιους, νομίζοντας πως είναι ο…κυρίαρχος λαός. Αμ δε! Εμείς τους εξουσιάζουμε, εμείς ορίζουμε τη μοίρα τους μέχρι κεραίας, γι αυτό και μας μισούν. Γιατί εμείς ατενίζουμε τη ζωή απ’ τη κορυφή και αυτοί από το βάλτο, σαν βατράχια. Αν ξεμύτιζαν όλοι μαζί, θα’ τάχαμε βρει σκούρα, αλλά κάτι τέτοιο σπανίως συμβαίνει, ευτυχώς.
Ναι, λοιπόν, δεν έχω αληθινούς φίλους, μα ούτε τους έχω και ανάγκη. Είμαι έξυπνος και αποφασιστικός, αυτεξούσιος και αυτάρχης. Το μόνο που με ενοχλεί είναι ότι αυτή η πολυάριθμη πλέμπα δεν αναγνωρίζει την κραυγαλέα ανωτερότητά μου και μου επιτίθεται με ύβρεις, αντάξιες αποκλειστικά της δικιάς της τρισάθλιας ύπαρξης.
Και με τι δεν με στολίζουν τα καθάρματα: με έχουν πει αχώνευτο, μοχθηρό, κομπλεξικό, φαταούλα, αναίσθητο, απάνθρωπο, καθοίκι, εγωπαθή, μονομανή, αγέλαστο, γουρούνι, κοράκι, ύαινα, φασίστα.
Όμως πίσω έχει η αχλάδα την ουρά! Θα φτάσει η ώρα που θα τους αποδείξω πως η ευγενής γενιά μου δεν είπε ακόμα την τελευταία της λέξη. Μετά τον παππού, τον Θεόδωρο Π. τον 2ο που διοίκησε με σιδηρά πυγμή τη χώρα- όπως είχε κάνει και ο δικός παππούς ο Θεόδωρος Π. ο 1ος με τη στρατιά που είχε υπό τας διαταγάς του- θα έρθει κάποια στιγμή και η σειρά του Θεόδωρου Π. του 3ου. Είμαι απολύτως αποφασισμένος γι αυτό. Και θα κάνω το παν για να το πετύχω, όποιον τρόπο κι αν χρειαστεί τότε να επιλέξω, απ’ όπου κι αν χρειαστεί να ξεκινήσω, Δεξιά ή Κέντρο. Μέχρι και από την Αριστερά μπορώ να περάσω για ένα φεγγάρι, άμα τότε βρίσκεται στα πάνω της, ώστε να μαζέψω τους απαραίτητους πόντους και να μεταπηδήσω, εν ευθέτω χρόνω, στον θρόνο που μου αρμόζει. Και τότε, θα φτάσει η ώρα της μεγάλης εκδίκησης απέναντι στους κοπρίτες που μαγαρίζουν τη χώρα και την ψυχή μου. Ελπίζω μόνο να μην πέσω πάνω σε καμιά από τις περιόδους που τα πόδια αγανακτούν και σηκώνονται να χτυπήσουν το κεφάλι. Μα ακόμη κι αν κάτι τέτοιο συμβεί, θα προσπαθήσω μέχρις εσχάτων να ακολουθήσω τον στιβαρό δρόμο του παππού.
Από το ημερολόγιο του δεκαπεντάχρονου Θεόδωρου Π.
1η Ιανουαρίου 1952: Είμαι έξαλλος! Τη νύχτα έκανα για πρώτη φορά πρωτοχρονιά με συνομηλίκους μου, χωρίς την παρουσία γονέων, στο σπίτι ενός αχώνευτου γείτονα (γιου του τοπικού ζαχαροπλάστη, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, επισκέφθηκε κάποτε τον παππού μου, για να του ζητήσει ρουσφέτι) που του ήρθε η φαεινή ιδέα να καλέσει κι εμένα, παρ’ όλο που δεν χάνει ευκαιρία να μου δείχνει πόσο αντιπαθής του είμαι. Πήγα, από περιέργεια και μόνο, να δω πώς διασκεδάζουν οι ανύπαρκτοι. Μέχρι τις έντεκα δεν αντιμετώπισα σοβαρό πρόβλημα, αν και βαριόμουνα αφάνταστα τις κουβέντες αυτών των μικροαστών ηλιθίων. (Είναι, όντως, απορίας άξιον το πώς οι ανεγκέφαλοι αναγνωρίζουν με τη μια ο ένας τον άλλο, και ομαδοποιούνται αστραπιαία σε βλακώδεις ομάδες, τις οποίες έχουν το θράσος να αποκαλούν «παρέες φίλων»).
Ένα τέταρτο πριν την πρωτοχρονιά ένας από δαύτους, ο Χρήστος, κατάφερε να μου σμπαραλιάσει τα νεύρα. Ο λεχρίτης με κατηγόρησε ότι είχα ορμήσει με βουλημία στα φαγητά και άφηνα ελάχιστα για τους υπόλοιπους. Τον άρπαξα αμέσως από το λαιμό, αλλά οι άλλοι έτρεξαν αμέσως και μας χώρισαν. Όλοι, εκτός από τον Μιλτιάδη, γιό εξέχοντος ταξιάρχου, πήραν το μέρος του υβριστή μου και με κατηγόρησαν για εγωιστή και μοναχοφάη. «Βουλώστε το άβουλα πρόβατα, τους είπα, όλοι μαζί τα φάγαμε! Δεν φταίω εγώ αν εσείς τσιμπάτε σαν πουλάκια κι εγώ τρώω σαν αληθινός άνδρας!»
Ο οικοδεσπότης προσπάθησε να μαζέψει τα πράγματα για να μη χαλάσει η βραδιά, αλλά, φυσικά, απέτυχε παταγωδώς: ήμουν αποφασισμένος να τιμωρήσω παραδειγματικώς τους εχθρούς μου. Μόλις άλλαξε ο χρόνος και άρχισαν να φιλιούνται και να εύχονται μεταξύ τους σαν ντιντήδες, πέταξα την άκοπη ακόμα βασιλόπιτα στη μούρη του Χρήστου, και του φώναξα: «φάε, λιμασμένε πεινάλα, για να μην κλαίγεσαι πως σου πήρα τη μπουκιά από το στόμα. Κι εσείς, ρετάλια, αρπάξτε κανα κομμάτι από το πάτωμα, όπως έκαναν οι πρόγονοί σας, οι δούλοι»! Κατόπιν εκτόξευσα μια ροχάλα στο τραπέζι και αποχώρησα, ενώ οι υπόλοιποι με κοιτούσαν ηλίθια, με ανοιχτό το στόμα. Πήρα ταξί και πήγα αμέσως στη βίλα του παππού, όπου ήταν μαζεμένη η αφρόκρεμα του στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας της χώρας. Εκεί έκανα την πρωτοχρονιά που μου αρμόζει, ανάμεσα σε ανθρώπους με πυγμή και αποφασιστικότητα, μακριά από τα σιχαμερά, άβουλα ανθρωπάκια, που έχουν κατακλύσει κάθε τετραγωνικό μέτρο της επικράτειας αυτής τη χώρας.
Κοιμήθηκα στις έξι το πρωί και ξύπνησα στις πέντε το απόγευμα. Μισή ώρα αργότερα με πήρε τηλέφωνο η Ελένη, μου ευχήθηκε καλή χρονιά και μου ζήτησε να χωρίσουμε. Την ρώτησα για τους λόγους που την οδήγησαν σε αυτή της την απόφαση και μου είπε πως ενημερώθηκε για τη συμπεριφορά μου το προηγούμενο βράδι, μια συμπεριφορά που την έκανε να αισθανθεί πως το ποτήρι, πλέον, έχει ξεχειλίσει. Επιπροσθέτως δήλωσε πως οι τρόποι μου απέναντί της είναι συνεχώς υποτιμητικοί και υβριστικοί και ότι αυτό δεν μπορεί να το ανεχθεί πλέον. «Να πας στο διάολο κι ακόμη παραπέρα, σκύλα!», της είπα. «Τιμή σου έκανα που βρέθηκα ένα μήνα μαζί με μια κωλομπατίρω που δεν έχει βρακί να φορέσει, κόρη του κοπρίτη του ταχυδρόμου». Έκλεισε αμέσως το τηλέφωνο, κι εμένα με πήραν τα κλάματα. Μάλλον της έβαλαν λόγια, οι αλήτες, δεν είναι δυνατό μια Ελενίτσα του συρμού να απορρίψει ένα αγόρι σαν εμένα.
Συνωμοτούν ακατάπαυστα εναντίον μου, οι κομπλεξικοί. Από τότε που εκείνο το βρωμερό σκυλολόι, οι αδαείς και αγράμματοι, έκαναν την επανάσταση του ’21, ο πάσα εις, ανώνυμος και ανύπαρκτος, υπονομεύει τους αριστείς και τους άξιους, νομίζοντας πως είναι ο…κυρίαρχος λαός. Αμ δε! Εμείς τους εξουσιάζουμε, εμείς ορίζουμε τη μοίρα τους μέχρι κεραίας, γι αυτό και μας μισούν. Γιατί εμείς ατενίζουμε τη ζωή απ’ τη κορυφή και αυτοί από το βάλτο, σαν βατράχια. Αν ξεμύτιζαν όλοι μαζί, θα’ τάχαμε βρει σκούρα, αλλά κάτι τέτοιο σπανίως συμβαίνει, ευτυχώς.
Ναι, λοιπόν, δεν έχω αληθινούς φίλους, μα ούτε τους έχω και ανάγκη. Είμαι έξυπνος και αποφασιστικός, αυτεξούσιος και αυτάρχης. Το μόνο που με ενοχλεί είναι ότι αυτή η πολυάριθμη πλέμπα δεν αναγνωρίζει την κραυγαλέα ανωτερότητά μου και μου επιτίθεται με ύβρεις, αντάξιες αποκλειστικά της δικιάς της τρισάθλιας ύπαρξης.
Και με τι δεν με στολίζουν τα καθάρματα: με έχουν πει αχώνευτο, μοχθηρό, κομπλεξικό, φαταούλα, αναίσθητο, απάνθρωπο, καθοίκι, εγωπαθή, μονομανή, αγέλαστο, γουρούνι, κοράκι, ύαινα, φασίστα.
Όμως πίσω έχει η αχλάδα την ουρά! Θα φτάσει η ώρα που θα τους αποδείξω πως η ευγενής γενιά μου δεν είπε ακόμα την τελευταία της λέξη. Μετά τον παππού, τον Θεόδωρο Π. τον 2ο που διοίκησε με σιδηρά πυγμή τη χώρα- όπως είχε κάνει και ο δικός παππούς ο Θεόδωρος Π. ο 1ος με τη στρατιά που είχε υπό τας διαταγάς του- θα έρθει κάποια στιγμή και η σειρά του Θεόδωρου Π. του 3ου. Είμαι απολύτως αποφασισμένος γι αυτό. Και θα κάνω το παν για να το πετύχω, όποιον τρόπο κι αν χρειαστεί τότε να επιλέξω, απ’ όπου κι αν χρειαστεί να ξεκινήσω, Δεξιά ή Κέντρο. Μέχρι και από την Αριστερά μπορώ να περάσω για ένα φεγγάρι, άμα τότε βρίσκεται στα πάνω της, ώστε να μαζέψω τους απαραίτητους πόντους και να μεταπηδήσω, εν ευθέτω χρόνω, στον θρόνο που μου αρμόζει. Και τότε, θα φτάσει η ώρα της μεγάλης εκδίκησης απέναντι στους κοπρίτες που μαγαρίζουν τη χώρα και την ψυχή μου. Ελπίζω μόνο να μην πέσω πάνω σε καμιά από τις περιόδους που τα πόδια αγανακτούν και σηκώνονται να χτυπήσουν το κεφάλι. Μα ακόμη κι αν κάτι τέτοιο συμβεί, θα προσπαθήσω μέχρις εσχάτων να ακολουθήσω τον στιβαρό δρόμο του παππού.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου