«Τα έθνη ως φυσικός, ελέω Θεού τρόπος ταξινόμησης των ανθρώπων, ως κληρονομικό…πολιτικό πεπρωμένο, είναι μύθος˙ ο εθνικισμός, που μερικές φορές παίρνει προϋπάρχοντες πολιτισμούς και τους μετατρέπει σε έθνη, άλλες φορές τους επινοεί, και συχνά εξαλείφει τους προϋπάρχοντες πολιτισμούς: αυτό είναι μία πραγματικότητα.» 1
«Τα περισσότερα κράτη πιστεύουν ότι έχουν αρχαία καταγωγή, ένα ιστορικό υπόβαθρο που βοηθά να δημιουργήσουν μιαν ισχυρή εθνική ταυτότητα και περηφάνια. Εντούτοις, λίγα από τα κράτη που αναγνωρίζουμε σήμερα χρονολογούνται πριν από τον δέκατο ένατο αιώνα. "Το να αλλοιώνεις την ιστορία κάποιου", είπε ένας παλαιότερος ειδικός επί του θέματος, "αποτελεί μέρος του να είσαι έθνος"».
«Δεν είναι τα έθνη που δημιουργούν κράτη και εθνικισμούς, αλλά το αντίθετο.»2
Μπορεί ο Έρικ Χομπσμπάουμ να μην είχε γεννηθεί πριν από δύο αιώνες, όταν άρχιζε δηλαδή η δημιουργία των πρώτων εθνικών κρατών στην Ευρώπη. Όμως ο σπουδαίος (ο σπουδαιότερος εν ζωή) αυτός ιστορικός, σ’ αυτή την προχωρημένη ηλικία, έχει την τύχη να βλέπει τις μελέτες και τις θεωρίες του, να επαληθεύονται, και μάλιστα εδώ στην δική μας γειτονιά, τα Βαλκάνια. Αναφέρομαι, ως είναι φανερό, στην δημιουργία του γειτονικού μας κράτους, που η «εθνική μας μεγαλοψυχία», το έχει αναγκάσει να φέρει (μέχρι σήμερα τουλάχιστον), το εντελώς…καλαίσθητο όνομα FYROM. Φανταστείτε μόνον τι θα είχε συμβεί αν κάποιος είχε αναγκάσει την Ελλάδα να χρησιμοποιεί ονόματα όπως ΠΕΣΙΝΕ, ΒΙΒΕΧΡΩΜ ή και εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Ποιος θα κατάφερνε τον Άνθιμο να μην κηρύξει τον πόλεμο σε όλον τον κόσμο. Μέχρι την Ανταρκτική θα περιέφερε το λάβαρο της Αγίας Λαύρας, με παραστάτες τους αδωνο-καρατζαφερο-ψωμιάδηδες.
Για να επανέλθουμε όμως˙ σίγουρα οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν και οδηγούν σε εσωτερικές αλλαγές των συνόρων στα βαλκάνια, είναι πρωτίστως οικονομικοί και γεωπολιτικοί. Όμως όπως συμβαίνει σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο εθνικισμός θα χρησιμοποιηθεί (και χρησιμοποιείται ήδη) ως ιδεολογική κάλυψη των πραγματικών (ταξικών) επιδιώξεων. Για να ακριβολογούμε δε, όχι ο εθνικισμός αλλά οι εθνικισμοί (ο εθνικισμός από τη φύση του είναι διαχωριστικός. Άλλο Ελληνικός άλλο…Φυρομικός εθνικισμός). Κάτι που πρέπει να διευκρινίσουμε σε αυτό το σημείο είναι ότι, σ’ αυτή την σύγκρουση συμφερόντων, η Ελλάδα είναι με το μέρος των ισχυρών. Με βάση στοιχεία του Υπουργείου Εξωτερικών, το 2006, οι ελληνικές επενδύσεις στην ΠΓΔΜ ήταν 959 εκατομμύρια ευρώ. Καταλάμβαναν έτσι την πρώτη θέση μεταξύ των ξένων επενδυτών, απασχολώντας πάνω από 20.000 άτομα, και μάλιστα σε τομείς όπως τα πετρελαιοειδή, οι τράπεζες και οι τηλεπικοινωνίες. Έτσι λοιπόν το εθνικιστικό παραμύθι περί της «πτωχής πλην τιμίας ελλαδίτσας» η οποία βάλλεται πανταχόθεν από εβραιοαμερικανικά σκοτεινά ιμπεριαλιστικά κέντρα, τα οποία επιχειρούν να της παραχαράξουν την ιστορία της, πρέπει να σταματήσει. Σ’ αυτή τη διαμάχη η Ελλάδα είναι ο ισχυρός. Πρέπει όμως να συζητήσουμε και κατά πόσον νομιμοποιείται να επιβάλει το «δίκαιο του ισχυρού» στην γειτονική χώρα.
Από την πλευρά του ο εθνικισμός της γειτονικής χώρας επιδιώκει και θα επιδιώξει και στο μέλλον να παίξει τον ρόλο τον οποίο του αναθέτει η ίδια η ανάγκη ύπαρξης του. Τον ρόλο του συνδετικού υλικού στον κοινωνικό ιστό και της άμβλυνσης των ταξικών συγκρούσεων στο όνομα της «πατρίδας» ή της «εθνικής υπερηφάνειας». Απαραίτητη προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι η «επινόηση» κάποιας «αρχαίας» παράδοσης η οποία θα συνδέει τους πολίτες του σημερινού κράτους με «προαιώνιους» θρύλους και σύμβολα της περιοχής, δημιουργώντας έτσι αυτό που ονομάζουμε «εθνική υπερηφάνεια». Αυτός είναι και ο λόγος που η FYROM χρησιμοποιεί με τόση ένταση τα Μακεδονικά σύμβολα. Κάνει δηλαδή ότι και ο οποιοσδήποτε άλλος εθνικισμός εδώ και δύο αιώνες (γιατί άραγε δεν μας αγανακτεί η ιδέα ότι και οι σύγχρονοι Αιγύπτιοι π.χ , σφετερίζονται την πνευματική κληρονομιά του Χέοπα και του Τουταγχαμών;). Έτσι λοιπόν και αλυτρωτισμός θα υπάρξει και οι αντίστοιχοι σκοπιανοί Ανθιμοκαρατζαφέρηδες. Μήπως όμως κάτι τέτοιο στην δική μας ιεράρχηση έχει πολύ μικρότερη σημασία από όση του αποδίδουμε; Ο εθνικισμός γεννά εθνικισμό. Ο δικός μας εθνικισμός τρέφει τον εθνικισμό του γείτονα.
Ο Ελληνικός εθνικισμός υπήρξε και πιο ισχυρός και πιο επιθετικός. Για του λόγου το αληθές παραθέτω ένα απόσπασμα από το άρθρο του Στρατή Μπουρνάζου στην «Αυγή» 7/3/08:
«…από το γλωσσικό, θρησκευτικό, εθνικό και πολιτισμικό μωσαϊκό που αποτελεί η Μακεδονία στις αρχές του 20ού αιώνα, φτάνουμε στη σημερινή ελληνική Μακεδονία… Πόσοι γνωρίζουν ότι, στις αρχές του 20ού αιώνα, τους ντόπιους της ευρύτερης Μακεδονίας τούς αποκαλούν οι πάντες "Μακεδόνες", ανάμεσα τους και υπεράνω εθνικής υποψίας συγγραφείς όπως η Πηνελόπη Δέλτα ή ο Στρατής Μυριβήλης; Πόσοι γνωρίζουν ότι το 1912, όταν ο ελληνικός στρατός εισέρχεται στη Θεσσαλονίκη, με βάση τις επίσημες απογραφές, η πλειονότητα των κατοίκων της είναι Εβραίοι; Και πόσοι, τέλος, ξέρουν ότι η καταγωγή των σλαβόφωνων από τους αρχαίους Μακεδόνες υπήρξε βασικό μοτίβο της ελληνικής προπαγάνδας, στην προσπάθειά της να προσεταιριστεί τους πληθυσμούς αυτούς, εκεί στο γύρισμα του 19ου αιώνα; Είναι η εποχή που Έλληνες λόγιοι, όπως ο γυμνασιάρχης Τσιούλκας, ανάγουν τα σλαβομακεδόνικα στην ομηρική γλώσσα: έτσι το μπόσκαμ ετυμολογείται ευφάνταστα από το πιπίσκω, το ζαϊσλάμναμ από το συνεξελαύνω και το ζαϊσφάτταμ από το συνεξάπτω.».
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και από την άλλη πλευρά ανάλογες ιστορικές συσκοτίσεις ή παραποιήσεις. Εξ άλλου ήδη έχουμε αναφέρει τη ρήση του Χομπσμπαουμ: «Το να αλλοιώνεις την ιστορία κάποιου αποτελεί μέρος του να είσαι έθνος». Θεωρώ όμως ότι εκείνο που θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι το αν οι διάφορες ιστορικές αλήθειες ή «αλήθειες», που τις περισσότερες φορές είναι προϊόντα εθνικιστικής προπαγάνδας ένθεν και ένθεν, θα πρέπει να σηματοδοτούν χαράξεις ή αλλαγές συνόρων, πολύ δε περισσότερο να καθορίζουν τις σχέσεις καλής γειτονίας. Καλώς ή κακώς, με τρόπο δίκαιο ή άδικο, πολλές φορές με πολύ αίμα και πόνο από όλες τις πλευρές, τα σύνορα έχουν χαραχθεί. Στη χάραξη αυτή τότε δεν εξέφρασαν άποψη ούτε ο Βουκεφάλας, ούτε ο Αλέξανδρος, ούτε ο Φίλλιπος, ούτε ο Αριστοτέλης. Γιατί θα πρέπει να το κάνουν τώρα; Αυτό και μόνο καθιστά το επιχείρημα - περί του κινδύνου που διατρέχει η Ελλάς από τους μιαρούς σκοπιανούς ανθέλληνες – γελοίο.
Έτσι λοιπόν το ουσιώδες διακύβευμα στο θέμα που έχει ανακύψει (Μακεδονικό άραγε ή Σκοπιανό;) είναι το κατά πόσον θα καταφέρουμε να πετυχουμε συνθήκες δημιουργικής γειτονίας των δύο λαών. Δανειζόμενος πάλι την επιχειρηματολογία του Στρατή Μπουρνάζου, θα πω ότι, μετά από 12 χρόνια αντισκοπιανής (και ανθελληνικής αντίστοιχα) προπαγάνδας, εκείνο που προέχει είναι η «αποτερατοποίηση» των γειτόνων. Η διοργάνωση κοινών εκδηλώσεων για θέματα πολιτιστικού, αθλητικού, εκπαιδευτικού κ.τ.λ ενδιαφέροντος (δεν είναι μόνον το όνομα, θέμα προς συζήτηση) θα βοηθούσε τους πολίτες των δύο κρατών, να αντιληφθούν ότι το γειτονικό τους «βασίλειο» δεν κατοικείται από δράκους και κακιές μάγισσες, αλλά από ανθρώπους με τα ίδια πάθη, σκέψεις, προβλήματα κ.τ.λ. Με αυτή την έννοια και η επίσκεψη του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέκου Αλαβάνου, στη γειτονική χώρα, ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση. Για να συμβούν βέβαια όλα αυτά θα πρέπει σε πρώτη φάση να καταγγελθούν και να απομονωθούν οι εθνικοφασιστικές κραυγές των κάθε είδους Άνθιμων, Ψωμιάδηδων, Καρατζαφερηδων, Ζουράριδων και πάει λέγοντας.
Άφησα για το τέλος αυτό που οι πάντες ανάγουν σε μείζον ζήτημα, το θέμα του ονόματος. Θεωρώ ότι έχοντας καταγγείλει τα κηρύγματα του ελληνικού εθνικισμού, βοηθάμε τους «γείτονες» να ξεμπερδέψουν και αυτοί με τον δικό τους εθνικισμό. Έτσι το ζήτημα του ονόματος χάνει την αρχική του σημασία και έρχεται σε δεύτερη μοίρα, με το δεδομένο ότι δημιουργεί πλέον τις λιγότερες δυνατές αλυτρωτικές σκέψεις ή άλλου είδους εθνικιστικές γελοιότητες.
Οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας οδηγούνται σε μία ιδιότυπη συναίνεση γύρω από το θέμα του ονόματος. Αντιλαμβάνομαι ότι τα λάθη στους χειρισμούς των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, τους υποχρεώνουν τώρα να κρατούν αυτή τη στάση (σύνθετες, διπλές ή ότι άλλο, ονομασίες). Αντιλαμβάνομαι επίσης ότι το ΚΚΕ έχοντας μέσα και γύρω του εθνικιστικά στοιχεία του τύπου Καννέλη ή Ζουράρη, δεν μπορεί παρά να αναπτύσσει αυτόν τον ιδιότυπο «πατριωτικό αντιιμπεριαλισμό» που του επιβάλει να συναινεί για σύνθετη ονομασία. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως; Γιατί δείχνει αμηχανία; Φοβάται άραγε να κολυμπήσει αντίθετα στο ρεύμα όπως έχει κάνει τόσες φορές στο παρελθόν; Αυτός δεν είναι ο ρόλος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς; Αυτός δεν είναι ο λόγος που η αξιοπιστία της συνεχώς διευρύνεται;
Κατά την ταπεινή μου άποψη, το μόνο που έχει να κάνει η Ριζοσπαστική Αριστερά, είναι να μείνει πιστή στις αρχές της αυτοδιάθεσης των λαών, υποστηρίζοντας με θέρμη το δικαίωμα των γειτόνων μας να φέρουν το συνταγματικό (και πραγματικό) τους όνομα, που είναι Δημοκρατία της Μακεδονίας. Οποιαδήποτε άλλη στάση θα δείχνει περιφρόνηση στα ανθρώπινα δικαιώματα και καιροσκοπισμό (ελέω δημοσκοπήσεων). Στο κάτω κάτω για μία ακόμη φορά ας ακούσει τη φωνή της νέας γενιάς. Την φωνή της Νεολαίας του Συνασπισμού που στην ανακοίνωση της αναφέρει:
«Οι νέοι και οι νέες της Νεολαίας Συνασπισμού, υπερασπιζόμενοι την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών, θεωρούμε πως το όνομα 'Μακεδονία' μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί από τους γείτονές μας και είναι αυτονόητο δικαίωμά τους. Η ιστορική αυτή ονομασία έχει από χρόνια υιοθετηθεί από τους κατοίκους της περιοχής και αντιστοιχεί στη συνείδησή τους αφού με αυτή γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Εξάλλου το όνομα αντιστοιχεί σε πραγματικότητες των διεθνών σχέσεων που διαμορφώθηκαν εδώ και πολλές δεκαετίες και η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να ακυρώσει. Πρόκειται συνεπώς για στοιχείο συνοχής και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αναιρεθεί από οποιονδήποτε εξωτερικό καταναγκασμό. Θεωρούμε πως η αλληλεγγύη και συνεργασία των δύο λαών είναι το στοιχείο που θα επιτρέψει την ειρήνη με την αποστρατιωτικοποίηση των Βαλκανίων καθώς και το σημείο εγγύησης για τον αποκλεισμό κάθε εθνικιστικής έξαρσης. Η τοποθέτησή μας αυτή βεβαίως δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι υιοθετούμε τον σλαβομακεδόνικο εθνικισμό και την επιχειρηματολογία του. Πάγια και αδιαπραγμάτευτη θέση της Νεολαίας Συνασπισμού είναι η πάλη ενάντια σε κάθε εθνικισμό, εντός και εκτός συνόρων».
1 Ernest Gellner, Nations and Nationalism, σ. 48 - 49
2 Έρικ Χομπσμπάουμ, Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα.
Read more...